ἀνάρμοστοι

ἀνάρμοστοι
ἀνάρμοστος
not fitting
masc/fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ακόλλητος — η, ο (Α ἀκόλλητος, ον) αυτός που δεν έχει συγκολληθεί με κολλητική ουσία «φάκελος ακόλλητος», «λίθοι ακόλλητοι» νεοελλ. ο απίθανος, ο απίστευτος «ακόλλητο ψέμα» αρχ. 1. εκείνος που δεν έχει κολλήσει, δεν έχει συναφθεί «ἀκόλλητον δέρμα σώμασι»… …   Dictionary of Greek

  • αρμόζω — (AM ἁρμόζω, Α και ττω) 1. συνδυάζω, συνενώνω 2. είμαι κατάλληλος για κάτι 3. (μτχ.) ο αρμόζων (Α και ἁρμόττων) ο κατάλληλος 4. απρόσ. αρμόζει ταιριάζει, πρέπει αρχ. 1. συνενώνω, συγκολλώ 2. δένω σφιχτά 3. εφαρμόζω το δίκαιο 4. βάζω σε τάξη,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”